κινδυνολογία

κινδυνολογία
η постоянное разглагольствование об опасности, угрозе

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κινδυνολογία" в других словарях:

  • κινδυνολογία — η [κινδυνολογώ] η κατά κόρον αναφορά και επισήμανση ανύπαρκτων στην πραγματικότητα κινδύνων ή η μεγαλοποίηση υπαρκτών κινδύνων («η μία παράταξη κατηγορεί την άλλη για κινδυνολογία») …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • κινδυνολογώ — ( είς, εί κτλ.), κινδυνολόγησα, δημιουργώ ανησυχία ομιλώντας διαρκώς για κινδύνους (συνήθως ανύπαρκτους), επισείω κινδύνους. Oυσ. κινδυνολογία, η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»